- πολυμετρία
- η, Μη ύπαρξη πολλών μέτρων σε έναν στίχο, η χρησιμοποίηση διαφορετικών μετρικών ποδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μετρία* (< μέτρον), πρβλ. ολιγο-μετρία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμετρία — πολυμετρίᾱ , πολυμετρία use of a variety of metres fem nom/voc/acc dual πολυμετρίᾱ , πολυμετρία use of a variety of metres fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμετρίαν — πολυμετρίᾱν , πολυμετρία use of a variety of metres fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek